Τι συμβαίνει, όμως, πραγματικά;
Η πλοκή της ταινίας.
Ακολουθώντας την πλοκή του βιολιού, ο γιατρός Λούις Κριντ μαζί με την τετραμελή οικογένεια του και τον γάτο τους, τον Τσερτς μετακομίζουν σε ένα εξοχικό σπίτι στη Νέα Αγγλία. Εκεί θα γνωριστούν με τον γείτονα τους, τον Τζαντ και με ένα σκοτεινό μυστικό, αυτό του νεκροταφείου ζώων. Η γνωριμία του Λούις με εκείνο το μέρος γίνεται μόλις σκοτωθεί ο γάτος τους σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο Τζαντ τον προτρέπει να θάψει εκεί τον Τσερτς γνωρίζοντας για τις μυστηριώδης και σκοτεινές δυνάμεις που κατέχει το μέρος, πως μπορούσε να επαναφέρει στη ζωή οτιδήποτε έχει πεθάνει, με ένα τίμημα. Αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα θα βρεθεί ξανά ο Λούις μόλις χάσει την μονάκριβη του κόρη Έλλη. Ότι θαφτεί στο νεκροταφείο εκείνο γυρίζει πίσω μόνο με την σκοτεινή πλευρά του, δίχως τις ηθικές αναστολές και με μεγάλη «δίψα» για αίμα.
Οι διαφορές της ταινίας με το βιβλίο.
Μόλις άκουσα για την πρώτη διαφορά, για το ότι στην ταινία πεθαίνει η κόρη του γιατρού αντί για τον γιο τους, Κέιτζ όπως συμβαίνει στο βιβλίο δεν θορυβήθηκα ιδιαίτερα αφού. Είναι λογικό να θέλουν να δώσουν μια διαφορετική τροπή στα γεγονότα του βιβλίου. Η γνώμη μου είναι πως ένας άλλος λόγος για αυτή την αλλαγή είναι και η διευκόλυνση των ιθυνόντων της ταινίας για κάποιες σκηνές αφού ο χαρακτήρας του Κέιτζ είναι τριών ετών ενώ αυτός της Έλλης είναι αρκετά μεγαλύτερος. Η επόμενη διαφορά βρίσκεται στο τέλος της ταινίας για το οποίο θα μιλήσω στη συνέχεια.
Στα πρώτα λεπτά της ταινίας αρχίζει και χτίζεται μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με την βοήθεια του CGI που σε καθηλώνει και σε κάνει να θες να δεις την συνέχεια. Παράλληλα όμως μου έδωσε την εντύπωση πως τα γεγονότα της ταινίας κινούνται σε fast forward αφού η γνωριμία της οικογένειας με το νεκροταφείο ζώων γίνεται μόλις στα πρώτα 10 λεπτά.
Αυτό έχει ως επακόλουθο ακόμα και άτομα που δεν έχουν επαφή με το βιβλίο ή την προηγουμένη ταινία να μπορούν να μαντέψουν το τι θα γίνει στην συνέχεια. Έτσι χάνεται το στοιχείο της έκπληξης.
Αυτή η τόσο γρήγορη εξέλιξη των γεγονότων πνίγει ασφυκτικά ακόμα και τους ίδιους τους χαρακτήρες. Δεν τους αφήνει καθόλου χώρο να αναπτυχθούν. Παράδειγμα αυτού είναι ο χαρακτήρας του Τζαντ ο οποίος έχει πολύ περισσότερο βάθος από αυτό που μας αφήνει η ταινία να δούμε. Το μόνο που σώζει αυτό τον χαρακτήρα είναι ο ηθοποιός που τον υποδύεται. Ο John Lithgow, ο οποίος δίνει μια πολύ εκφραστική ερμηνεία.
Ένα ακόμα παράδειγμα είναι ο χαρακτήρας του Λούις κατά την διάρκεια της πάλης με τον εαυτό του και τα πιστεύω του για το αν θα πρέπει να επαναφέρει την κόρη του στη ζωή.
Αυτή η μάχη είναι ανύπαρκτη, αφού περνάνε μόνο 1-2 λεπτά πριν παρθεί η τελική απόφαση. Αυτό επηρεάζει και τους θεατές, αφού δεν τους αφήνει να εγκλιματιστούν με τα γεγονότα της ταινίας. Παράλληλα δεν τους βάζει σε σκέψεις για το τι θα έκαναν οι ίδιοι σε αυτή την περίπτωση, κάτι που ήταν και ο σκοπός της σκηνής αυτής.
Ένα άλλο μελανό σημείο της ταινίας αυτής, αλλά και γενικά των ταινιών της τελευταίας πενταετίας είναι τα jump scares. Αυτή η μάστιγα στιγμιαίου τρόμου που ως στόχο της έχει να σε τρομάξει, αλλά τις περισσότερες φορές περνάει απλά αδιάφορη. Αυτό συνέβη και σε αυτή την ταινία, αφού σπαταλήθηκαν πολλά λεπτά από αυτήν στα jump scares και όχι στο character development που θα ήταν και πιο ουσιώδες.
Κατά την άποψη μου ο αριθμός των jump scares μιας ταινίας είναι αντιστρόφως ανάλογος με την ποιότητα της.
Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στο πολυσυζητημένο τέλος της ταινίας που είναι και αυτό που με απογοήτευσε περισσότερο από όλα.
Το τέλος της ταινίας είναι εμφανώς αλλαγμένο από το αινιγματικό και καθηλωτικό τέλος του βιβλίου. Αποπνέει μια αύρα αμφιβολίας για το αν οι σκηνοθέτες της ταινίας ήξεραν πραγματικά το τι ήθελαν να κάνουν. Στο ανούσιο θα έλεγα αυτό τέλος, η αναστηθείσα Έλλη καταφέρνει να σκοτώσει την μητέρα της και με την βοήθεια αυτής να σκοτώσουν τον Λούις. Και όλοι μαζί να σχηματίσουν μια οικογένεια από νεκρό- αναστηθέντες που βαδίζουν προς το αυτοκίνητο που βρίσκεται ο μικρός Κέιτζ. Δεν αφήνει και πολλές επιλογές για να φανταστείς το τι έγινε μετά και βγάζει νόημα μόνο αν προετοιμάζουν και sequel (ας ελπίσουμε πως όχι)
Θα κλείσω με ένα απόφθεγμα από το βιβλίο που παράλληλα συνοψίζει ολόκληρη την ταινία του 2019, «sometimes dead is better».
Σύνταξη: Κωνστντίνος Γκούτης
Επιμέλεια: Νάνσυ Αβραμοπούλου