Πίσω από τον παγωμένο τοίχο του νοσοκομείου, δεν υπήρχε τίποτα, μονάχα ένα ισχνό λευκό φως ,το οποίο περιέργως την τύφλωνε τόσο που ένιωθε τα μάτια της να τσούζουν. Στον κενό διάδρομο, καμία παρουσία δεν γέμιζε τον βουβό χώρο. Τον επεξεργαζόταν απορημένη.
«Είναι κανείς εδώ;», ακούστηκε η φωνή της να ρωτά, δημιουργώντας έναν απόηχο. Ήταν γεμάτη απορία και φόβο. Προσπάθησε να ηρεμήσει, μα το στήθος της όσες αναπνοές και αν έπαιρνε δεν καθησυχαζόταν, χόρευε μανιασμένο, τον χορό του φόβου. «Θυμήσου… Πρέπει να θυμηθείς!», μονολόγησε.
Βαθιά μέσα της ήξερε, πως μόνο εάν θυμόταν θα έβρισκε την άλλη άκρη του νήματος, θα λύνονταν οι απορίες της. Που βρισκόταν; Σε ένα άδειο νοσοκομείο. Πόση ώρα, δεν γνώριζε. Γιατί βρισκόταν εκεί; Χμμ… Γιατί;
Αυτό το γιατί, ακούστηκε βαρύγδουπο, τραντάζοντας τα σωθικά της και τότε, εικόνες σχηματίστηκαν στις άκρες του μυαλού της.
Είδε τον εαυτό της, σε εκείνο το σπίτι που είχε φτιάξει με κόπο, παρέα με τον άντρα της, αψηφώντας τις στερήσεις. Κοιταζόταν στον καθρέφτη… Ήταν δυσαρεστημένη με αυτό που αντίκριζε στο παγωμένο γυαλί.
«Λίγα κιλά να χάσω…», θυμήθηκε τον εαυτό της να μουρμουρίζει.
Το βαρύγδουπο «γιατί», στοίχειωσε ξανά τα εγκεφαλικά της νεύρα. Θυμήθηκε εκείνη την φίλη της, που την είχε ειρωνευτεί για την κοιλιά της… Τον άντρα της, που την πείραζε για την αλλαγή που είχε υποστεί το σώμα της, ύστερα από τρεις γέννες. Και εκείνη την στριμμένη γειτόνισσα, που την είχε ρωτήσει όλο αδιακρισία, μήπως είχε κάποιο πρόβλημα υγείας και πάχυνε τόσο…
Θυμήθηκε και εκείνον τον νεαρό, που παραλίγο να την πατήσει με το αυτοκίνητό του καθώς εκείνη περνούσε τον δρόμο, μα αντί για συγγνώμη, φώναξε απλώς ένα: «Πρόσεχε μωρή χοντρή!»
Όλα τους, στοιχεία που απορρόφησε και μεγέθυνε, ώσπου πήρε την απόφαση να τολμήσει την αλλαγή. Μια ζωή γεμάτη στερήσεις είχε ζήσει…
Ε, όχι, τώρα στα πενήντα της, θα έκανε πια αυτό που ήθελε.
Ένιωσε ένα παγωμένο αεράκι να φυσά στον σβέρκο της με αυτήν την θύμηση. Αστραπιαία, πέρασαν από μπροστά της, ο ιδιώτης γιατρός που είχε μιλήσει, η συμφωνία τους, η σφιχτή του χειραψία, το χαμόγελο ανακούφισης και τα δυνατά φώτα που αντίκρισε λίγο προτού η αναισθησία καταλάβει το σώμα της, για το επερχόμενο χειρουργείο. Την εγχείρηση στομάχου.
Μα, για ένα λεπτό… βρισκόταν έξω από την αίθουσα όπου χειρουργήθηκε… Με ένα κλείσιμο των βλεφάρων βρέθηκε κάπου αλλού. Μία, ταμπέλα έγραφε: « ΜΕΘ». Μονάδα εντατικής θεραπείας. Είδε τα παιδιά της και τον άντρα της, να περνούν το κατώφλι της πόρτας, με δάκρυα στα μάτια.
«Μα γιατί κλαίνε;» αναρωτήθηκε.
Προσπάθησε να τους πλησιάσει, να τους μιλήσει, μα δεν είχε πια φωνή. Το άγγιγμά της, ήταν αέρας που κανείς δεν ένιωθε. Η θλίψη της, δεν είχε πια δάκρυα για να ξεσπάσει.Τότε κατάλαβε.
Είχε φύγει… Η ζωή που είχε ονειρευτεί πως θα ζούσε είχε γλιστρήσει μέσα στον βούρκο της ματαιοδοξίας και βρισκόταν πια καλά μαντρωμένη, σε ένα βαθύ πηγάδι, αυτό της πικρίας, εκείνο που τόσο την είχε αγγίξει.
Δεν θα αγκάλιαζε ξανά τα παιδιά της, ούτε θα τα συμβούλευε. Δεν θα απολάμβανε τους καρπούς του μόχθου της. Δεν θα ξανακοιτούσε τα μάτια του αγαπημένου της άντρα.
- Δεν ήταν παχιά ποτέ, θα μπορούσε να κάνει μια απλή διατροφή…
Γιατί το έκανε αυτό στον εαυτό της; Γιατί δεν αγάπησε περισσότερο τον εαυτό της;
Τα «γιατί» , έπεσαν βροχή και της μαστίγωναν την ψυχή. Μα δεν είχε χρόνο πια. Της τον είχε κόψει το νυστέρι. Είχε μονάχα το φως να δυναμώνει και μια συμβουλή που θα παρέμενε ανείπωτη. Αν είχε φωνή θα την ακούγαμε και θα ήταν αυτή:
«Δέξου τον εαυτό σου, όπως και αν είναι, αγάπησε τον, με τα καλά και τα κακά του, αυτά που τον κάνουν μοναδικό. Μην επιτρέψεις κενά λόγια να κλέβουν από την γεμάτη σου ζωή. Άσε την χαρά να κατακλύσει την καθημερινότητά σου, ζήσε μαζί της. Είναι δώρο η ζωή… Εγώ φεύγω, μα εσύ θα είσαι εδώ, θα κάνεις όσα δεν πρόλαβα. Και θυμήσου με, όταν σε πονέσουν, χαμογέλασε και προχώρα, θα το ξεχάσεις σύντομα, στο υπόσχομαι. Αντίο…»
Αφιερωμένο σε μια γυναίκα, που έφυγε νωρίς και σε όσες χάθηκαν τόσο άδικα, γιατί δεν χωρούσαν… στα στερεότυπα.
Σύνταξη: Τζαμάνου Αλεξάνδρα
Επιμέλεια: Τζαμάνου Αλεξάνδρα