Στις 7 Αυγούστου 1924, βαπτίσθηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη ο οποίος του έδωσε το όνομά του Αρσένιος και όχι το όνομα Χρήστος που ήθελαν οι γονείς του. Προείπε μάλιστα με το προορατικό του χάρισμα την πνευματική κλίση του Αγίου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εμένα ποιός θα με αντικαταστήσει; Δεν πρέπει να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου;»
Ο μικρός Αρσένιος από την παιδική του ηλικία έδειχνε την μεγάλη του αγάπη για τον Χριστό και την Παναγία εκδηλώνοντας παράλληλα την κλίση του για την μοναχική ζωή. Ο Θεός τον προίκισε με υπερφυσικά χαρίσματα και η ζωή του μικρού Αρσενίου ήταν γεμάτη από θαυμαστά γεγονότα.
Τελειώνοντας την στρατιωτική του θητεία, αναχώρησε για το Άγιον Όρος εγκαταβιώνοντας στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου και ονομαζόμενος Αβέρκιος στην τελετή της ρασοευχής. Μετά από τρία χρόνια για περισσότερη άσκηση πηγαίνει κοντά στον αυστηρό ασκητή ιερομόναχο Κύριλλο, καταλήγοντας τελικά στην Ιερά Μονή Φιλοθέου για λόγους υγείας.
Στις 3 Μαρτίου 1957, γίνεται «σταυροφόρος», μετονομαζόμενος Παΐσιος.
Με σύσταση των γιατρών και με θεία πληροφορία, πηγαίνει στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, Στομίου Κονίτσης, παραμένοντας εκεί μέχρι το 1962. Ο Άγιος εκεί με τη Χάρη του Θεού, βοήθησε χιλιάδες ψυχές.
Το 1962 για ανώτερη πνευματική ζωή, αναχωρεί για το όρος Σινά. Το 1964 επιστρέφει στον Άγιον Όρος, γιατί υπέφερε από δύσπνοια. Συνδέεται πνευματικά με τον παπα-Τύχωνα τον Ρώσο, ο οποίος τον κάνει μεγαλόσχημο μοναχό.
Το 1966 αρρωσταίνει σοβαρά νοσηλευόμενος για αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης.
Του αφαιρείται μεγάλο τμήμα των πνευμόνων του. Κατά Θεία Πρόνοια γνωρίζεται και συνδέεται με τις αδελφές του Ησυχαστηρίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή. Οι αδελφές τον υπηρέτησαν κατά την διάρκεια της ασθένειάς του και ο Άγιος από ευγνωμοσύνη αναλαμβάνει να τις βοηθήσει στην ανέγερση του ησυχαστηρίου.
Στα τέλη του 1967 επιστρέφει στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, δεχόμενος πολλές θεϊκές επισκέψεις και αποκαλύψεις. Το 1968 πηγαίνει στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και εγκαθίσταται στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1977 πηγαίνει στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και παίρνει το κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου, την Παναγούδα.
Στην Παναγούδα ο Άγιος γίνεται γνωστός, βοηθώντας χιλιάδες ανθρώπους, παρηγορώντας τους και ξεκουράζοντάς τους από την βιοπάλη και τα προβλήματα.
Η ημέρα του ήταν αφιερωμένη στον ανθρώπινο πόνο και η νύχτα στην προσευχή και την δοξολογία του Θεού. Η κόπωση αυτή, τόσο σωματική όσο και ψυχική είχε σαν αποτέλεσα την επιδείνωση περισσότερο της ήδη κλονισμένης υγείας του.
Το 1988 έχει πρόσθετα προβλήματα με το παχύ του έντερο. Η υγεία του επιδεινώνεται περισσότερο από τις αυξανόμενες αιμορραγίες. Τον Νοέμβριο του 1933, πηγαίνει στο μοναστήρι της Σουρωτής για να τιμήσει τη μνήμη του Αγίου Αρσενίου. Λίγο πριν την επιστροφή του στο Άγιον Όρος η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται.
Η διάγνωση των γιατρών είναι: κακοήθης όγκος στο παχύ έντερο που γρήγορα έκανε μετάσταση στο συκώτι και στους πνεύμονες.
Την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994, παρέδωσε ο Άγιος την αγία του ψυχή στον Κύριο.
Ενταφιάστηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη.
Ο τάφος του έγινε σημείο προσκυνήματος για χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι καθημερινά συρρέουν να προσκυνήσουν τον τάφο του.
Την 13η Ιανουαρίου 2015 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου το κατέταξε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας και όρισε η μνήμη του να τιμάται στις 12 Ιουλίου κάθε έτους.
Άγιε του Θεού Παΐσιε πρέσβευε υπέρ ημών.
Σύνταξη & Επιμέλεια: Νάνσυ Αβραμοπούλου